Τουαρέγκ

Τουαρέγκ
Νομαδικός πληθυσμός της Σαχάρας, που ζει κυρίως στο Μάλι και στον Νίγηρα. Ανθρωπολογικά είναι Βέρβεροι μιγάδες από μαύρους. Τα άτομα της φυλής αυτής είναι ψηλού αναστήματος, δολιχοκέφαλοι και έχουν σκουρόχρωμη επιδερμίδα. Οι παλαιότεροι πρόγονοί τους ήταν πολεμοχαρείς. Οι σύγχρονοι Τ. ασχολούνται κυρίως με το εμπόριο του αλατιού, διαφόρων προϊόντων βιοτεχνίας και των χουρμάδων.
* * *
οι, Ν
εθνολ. κτηνοτροφικός λαός τής Αφρικής που μιλά βερβερική γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. touareg < αραβ. Tawāriq].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • Τομπουκτού — Πόλη (περ. 19.166 κάτ.) του Μάλι στην επαρχία Γκάο, στα αριστερά του Νίγηρα ποταμού. Συνδέεται με το Γκάο με μεγάλους αυτοκινητόδρομους και διαθέτει το σημαντικό λιμάνι του ποταμού Κάμπαρ. Yπό τον έλεγχο των Γάλλων η πόλη εκσυγχρονίστηκε με ωραία …   Dictionary of Greek

  • βραχιόλι — Κόσμημα κατασκευασμένο από χρυσό, άργυρο ή άλλη ύλη (πλατίνα, ελεφαντοστό, κεχριμπάρι, μετάξι, ξύλο κ.ά.). Φοριέται συνήθως στο χέρι, επάνω από τον καρπό και κάποτε επάνω από τον αγκώνα ή στον αστράγαλο του ποδιού. Το β. είναι ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • ενταφιασμός — Νεκρικό έθιμο που βασίζεται στη δοξασία ότι οι νεκροί ζουν, δηλαδή ότι έχουν κατάλοιπα αισθήσεων και ζωτικής δύναμης. Για τον λόγο αυτό, ο νεκρός ενταφιάζεται σε στάση κοιμωμένου (ύπτιος ή ξαπλωμένος στο ένα πλευρό και με τα γόνατα σε ελαφρά… …   Dictionary of Greek

  • τερφεζία — η, Ν (μυκητ.) γένος εδώδιμων ασκομυκήτων που ανήκει στην τάξη τουβερώδη τής κλάσης δισκομύκητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. terfezia < tarfest / těrfest, λ. της γλώσσας τών Τουαρέγκ < αραβ. tirfās / tirfāsh «εδώδιμος …   Dictionary of Greek

  • Ασμπίν — Μεγάλη όαση της νοτιοκεντρικής Σαχάρας στη δημοκρατία του Νίγηρα. Το βόρειο μέρος της όασης είναι ορεινό με πολλά δάση. Η ψηλότερη κορυφή βρίσκεται στο όρος Γκρεμπούν (1.944 μ.). Υπάρχουν επίσης πολλές πεδινές εκτάσεις με πιο εύφορη από αυτές το… …   Dictionary of Greek

  • Βερβερία — Γενική ονομασία που είχε επικρατήσει παλιότερα για το τμήμα της βορειοδυτικής Αφρικής το οποίο περιλάμβανε τις περιοχές της Τριπολίτιδας (στη Λιβύη), της Τύνιδας, της Αλγερίας και του Μαρόκου, που βρίσκονταν μεταξύ της Αιγύπτου, της Μεσογείου,… …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • Μαυριτανοί — Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται μερικοί πληθυσμοί της βορειοδυτικής Αφρικής. Κατά την περίοδο της κλασικής αρχαιότητας, Μ. αποκαλούνταν όλοι οι ιθαγενείς αυτής της ζώνης, αργότερα όμως η ονομασία χαρακτήριζε τους μουσουλμάνους της Αφρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”